- αφέντισσα
- η барыня, госпожа; хозяйка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αφέντης — ο θηλ. αφέντισσα και αφέντρα πληθ. αφέντες και αφεντάδες 1. άρχοντας, κύριος: Ήταν αφέντης δυνατός, πλούσιος και μεγάλος (Ερωτόκριτος). 2. ο ιδιοκτήτης: Ποιος είναι ο αφέντης αυτού του περιβολιού; 3. ο σύζυγος ή ο πατέρας: Ο αφέντης δεν είναι στο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυρά — η 1. θηλ. του κυρ τιμητική προσαγόρευση γυναικών, κυρία: Ήλθε η κυρα Μαρία. 2. θηλ. του κύρης οικοδέσποινα, κυρία, αφέντισσα: Πολλά είπαμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης (δημ. τραγ.). 3. ευλαβής τίτλος της Παναγίας: Σώπασε, κυρά Δέσποινα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατρόνα — η (λ. ιταλ.), οικοδέσποινα, ιδιοκτήτρια καταστήματος, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, προστάτισσα, αφέντισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)